- προσσημαίνω
- Αδηλώνω, σημαίνω κάτι ακόμη («τὸ δὲ βαδίζει ἤ βεβάδικεν προσσημαίνει τὸ μὲν τὸν παρόντα χρόνον τὸ δὲ τὸν παρεληλυθότα», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσσημαντικός — ή, όν, Α [προσσημαίνω] γραμμ. αυτός που δηλώνει κάτι ακόμη («ῥῆμα ἔστι μέρος λόγου χρόνων διαφόρων προσσημαντικόν», Θησ. Στεφ.) … Dictionary of Greek